- Ἐπικούρεια
- Ἐπικούρειοςof Epicurusneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
Γκασέντ, Πιερ — (Pierre Gassend, Σαντερσιέ, Προβηγκία 1592 – Παρίσι 1655).Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ιερέας στην Ντιν, ενώ αργότερα δίδαξε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Εξ (1616 22). Κατά τη διάρκεια μιας μακρόχρονης… … Dictionary of Greek
Καρνεάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Κυρηναίος φιλόσοφος (Κυρήνη 214/3 π.Χ. – Αθήνα 129 π.Χ.). Ήταν επικεφαλής της Νέας Ακαδημίας έως το 137/6 π.Χ. Tο 156 π.Χ. στάλθηκε στη Ρώμη ως μέλος πρεσβευτικής αποστολής –μαζί με τον περιπατητικό… … Dictionary of Greek
Ομάρ Καγιάμ — (Νισαμπούρ, Χορασάν; –1123;). Πέρσης αστρονόμος, μαθηματικός και ποιητής. Το 1073 του ανατέθηκε μαζί με άλλους αστρονόμους να μεταρρυθμίσει το ηλιακό περσικό ημερολόγιο. Ίσως να οφείλεται σε αυτόν η αρχή της συστηματικής μελέτης των κυβικών… … Dictionary of Greek
Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… … Dictionary of Greek
επικούρειος — α, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον Επίκουρο ή το φιλοσοφικό σύστημά του: Επικούρειαφιλοσοφία. 2. φιλήδονος, ευδαιμονιστής (που ακολουθεί δήθεν τις αρχές του Επίκουρου), που δε δίνει σοβαρή σημασία σε τίποτε: Επικούρεια ζωή. 3. το αρσ. στον πληθ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)